abaratado - ορισμός. Τι είναι το abaratado
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι abaratado - ορισμός


abaratado      
Sinónimos
adjetivo
abaratamiento      
abaratamiento m. Acción de abaratar: "Campaña para el abaratamiento de las subsistencias".
abaratamiento      
sust. masc.
Acción y efecto de abaratar.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για abaratado
1. Si se tienen en cuenta el hormigón y los ladrillos, los pisos se han abaratado un 0,3% en el mismo periodo, hasta los 2.0'5,7 euros por metro cuadrado, frente al 7,8% que se ha abaratado el suelo.
2. De este modo, el coste se ha abaratado y el producto ha resultado mucho más resistente.
3. En Iberjoya, por el contrario, los expositores reconocieron haber abaratado costes al incluir menos piedras y gemas de menor tamaño.
4. Este ejercicio arroja conclusiones como que Vallehermoso y Metrovacesa han abaratado entre un 1% y casi un 13% algunas promociones.
5. El negocio de la prostitución ha crecido muchísimo en España porque el mercado se ha abaratado, por eso está al alcance de todos.
Τι είναι abaratado - ορισμός